ἐφήβαρχος

ἐφήβαρχος
ἐφήβ-αρχος, , ([etym.] ἔφηβος, ἄρχω)
A overseer of the youth, a magistrate in several Greek cities, OGI339.42 ([place name] Sestos), IG12(2).134 (Mytilene, in form [pref] ἐφάβ-), 12(3).524 ([place name] Thera), SIG798.23 ([place name] Cyzicus), etc., cf. Arr.Epict.3.1.34, 7.19:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐφήβαρχος — overseer of the youth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφήβαρχος — Δημόσιο αξίωμα που ίσχυσε σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Από επιγραφές κυρίως της ελληνιστικής εποχής μαθαίνουμε για τους ε. των πόλεων, στους οποίους είχε ανατεθεί η επίβλεψη των εφήβων στο γυμναστήριο. Επίσης, φρόντιζαν για την καλή… …   Dictionary of Greek

  • ἐφήβαρχον — ἐφήβαρχος overseer of the youth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • εφηβαρχώ — ἐφηβαρχῶ, έω (Α) [εφήβαρχος] επιγρ. έχω το αξίωμα τού εφηβάρχου …   Dictionary of Greek

  • υπεφήβαρχος — ὁ, Α υπαρχηγός τών εφήβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐφήβαρχος «επόπτης τών εφήβων»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”